κατηγορηματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που διατυπώνεται απερίφραστα: Δόθηκε κατηγορηματική απάντηση. 2. στη γραμματική έχουμε τους όρους «κατηγορηματική μετοχή», δηλ. μετοχή που χρησιμοποιείται ως κατηγορούμενο, όπως «σε βλέπω ικανοποιημένο», και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεπιφύλακτος — η, ο ο χωρίς επιφύλαξη ή περιορισμό, απερίφραστος, κατηγορηματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιφυλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον ιστορικό και λογοτέχνη Ι. Καμπούρογλου (ψευδώνυμο «Φλόξ»)] … Dictionary of Greek
αυτοκράτορας — ο, θηλ. τειρα, και τόρισσα, η (AM αὐτοκράτωρ, ο, αὐτοκράτειρα, η) 1. ο μόνος κυρίαρχος, ο απόλυτος μονάρχης μιας χώρας 2. τίτλος ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά μσν. ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο αυτοκρατορικός αρχ. 1 … Dictionary of Greek
εντρανής — ἐντρανής, ές (AM) [εντρανής] ζωηρός, δυνατός, ισχυρός μσν. στενής, στυλωμένος («ἰδὼν Ροδάνθην ἐντρανεστέραις κόραις») αρχ. φανερός, πρόδηλος, σαφής, κατηγορηματικός. επίρρ... ἐντρανῶς 1. με επιμονή, θαρρετά 2. δυνατά, ζωηρά … Dictionary of Greek
κατηγορηματικότητα — η το σαφές και απερίφραστο στον λόγο, η ομιλία χωρίς περιστροφές, το να εκφέρεται κάτι ρητώς, οριστικώς και ανεπιφυλάκτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορηματικός. Η λ., στον λόγιο τ. κατηγορηματικότης, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
ντόμπρος — α, ο 1. ειλικρινής, απροσποίητος, ανυπόκριτος 2. σαφής, ευθύς, χωρίς διφορούμενα, κατηγορηματικός 3. το θηλ. ως ουσ. η ντόμπρα παλιό μουσικό όργανο στη Ρωσία από το οποίο προήλθε η μπαλαλάικα. επίρρ... ντόμπρα με ειλικρίνεια, με θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
προσδιορισμός — ο, ΝΜΑ [προσδιορίζω] νεοελλ. 1. ακριβής υπολογισμός, καθορισμός («έγινε ο προσδιορισμός τής αύξησης τών ενοικίων») 2. όρος τής πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της, δηλ. το υποκείμενο, το ρήμα, το… … Dictionary of Greek
ρητός — ή, ό / ῥητός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει λεχθεί 2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.) 3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ… … Dictionary of Greek
συγκεκριμένος — η, ο, Ν 1. αυτός που υπόκειται στις αισθήσεις, αισθητός, απτός, σε αντιδιαστολή προς τον αφηρημένο 2. σαφής, κατηγορηματικός, απερίφραστος 3. το ουδ. ως ουσ. το συγκεκριμένο (φιλοσ.) όρος που σημαίνει οντότητες, όπως λ.χ. πρόσωπα, υλικής… … Dictionary of Greek