κατηγορηματικός

κατηγορηματικός
-ή, -ό [κατηγόρημα]
1. αυτός που διατυπώνεται σαφώς και απεριφράστως, ρητός, οριστικός και ανεπιφύλακτος («η απάντηση ήταν κατηγορηματική»)
2. αυτός που έχει θέση κατηγορουμένου
3. φρ. α) «κατηγορηματική μετοχή» — η μετοχή η οποία λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός ή ως κατηγορούμενο, π.χ. «ὁρῶμεν πάντα ἀληθῆ ὄντα, ἅ λέγετε», «τὸν κατάλαβα στενοχωρημένο»
β) «κατηγορηματικός προσδιορισμός» — ονοματικός ομοιόπτωτος προσδιορισμός ενός ουσιαστικού στο οποίο αποδίδει μια παροδική ιδιότητα, π.χ. «Ἀγησίλαος φαιδρῷ τῷ προσώπῳ ἐκέλευσε», «ήρθε στο σπίτι μόνος του»
γ) «γενική κατηγορηματική» — ουσιαστικό κατηγορούμενο το οποίο εκφέρεται σε πτώση γενική, π.χ. «Ἱπποκράτης ὅδε ἐστὶ τῶν ἐπιχωρίων», «είμαι τριάντα ετών».
επίρρ...
κατηγορηματικώς και -ά
με κατηγορηματικό τρόπο, με βεβαιότητα, απερίφραστα («τό δήλωσε κατηγορηματικά»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατηγορηματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που διατυπώνεται απερίφραστα: Δόθηκε κατηγορηματική απάντηση. 2. στη γραμματική έχουμε τους όρους «κατηγορηματική μετοχή», δηλ. μετοχή που χρησιμοποιείται ως κατηγορούμενο, όπως «σε βλέπω ικανοποιημένο», και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεπιφύλακτος — η, ο ο χωρίς επιφύλαξη ή περιορισμό, απερίφραστος, κατηγορηματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιφυλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον ιστορικό και λογοτέχνη Ι. Καμπούρογλου (ψευδώνυμο «Φλόξ»)] …   Dictionary of Greek

  • αυτοκράτορας — ο, θηλ. τειρα, και τόρισσα, η (AM αὐτοκράτωρ, ο, αὐτοκράτειρα, η) 1. ο μόνος κυρίαρχος, ο απόλυτος μονάρχης μιας χώρας 2. τίτλος ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά μσν. ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο αυτοκρατορικός αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • εντρανής — ἐντρανής, ές (AM) [εντρανής] ζωηρός, δυνατός, ισχυρός μσν. στενής, στυλωμένος («ἰδὼν Ροδάνθην ἐντρανεστέραις κόραις») αρχ. φανερός, πρόδηλος, σαφής, κατηγορηματικός. επίρρ... ἐντρανῶς 1. με επιμονή, θαρρετά 2. δυνατά, ζωηρά …   Dictionary of Greek

  • κατηγορηματικότητα — η το σαφές και απερίφραστο στον λόγο, η ομιλία χωρίς περιστροφές, το να εκφέρεται κάτι ρητώς, οριστικώς και ανεπιφυλάκτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορηματικός. Η λ., στον λόγιο τ. κατηγορηματικότης, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • ντόμπρος — α, ο 1. ειλικρινής, απροσποίητος, ανυπόκριτος 2. σαφής, ευθύς, χωρίς διφορούμενα, κατηγορηματικός 3. το θηλ. ως ουσ. η ντόμπρα παλιό μουσικό όργανο στη Ρωσία από το οποίο προήλθε η μπαλαλάικα. επίρρ... ντόμπρα με ειλικρίνεια, με θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • προσδιορισμός — ο, ΝΜΑ [προσδιορίζω] νεοελλ. 1. ακριβής υπολογισμός, καθορισμός («έγινε ο προσδιορισμός τής αύξησης τών ενοικίων») 2. όρος τής πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της, δηλ. το υποκείμενο, το ρήμα, το… …   Dictionary of Greek

  • ρητός — ή, ό / ῥητός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει λεχθεί 2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.) 3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ… …   Dictionary of Greek

  • συγκεκριμένος — η, ο, Ν 1. αυτός που υπόκειται στις αισθήσεις, αισθητός, απτός, σε αντιδιαστολή προς τον αφηρημένο 2. σαφής, κατηγορηματικός, απερίφραστος 3. το ουδ. ως ουσ. το συγκεκριμένο (φιλοσ.) όρος που σημαίνει οντότητες, όπως λ.χ. πρόσωπα, υλικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”